- Ἰουδαίζοντες
- Ἰουδαίζωpres part act masc nom/voc plἸουδαΐζοντες , Ἰουδαίζωpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιουδαιοχριστιανοί — Ονομασία που δόθηκε στους χριστιανούς, ιουδαϊκής καταγωγής, ιδιαίτερα των κοινοτήτων της Ιερουσαλήμ και της Παλαιστίνης, που άκμασαν κατά τις πρώτες δεκαετίες της χριστιανικής περιόδου, ύστερα όμως απομονώθηκαν και κατά τον 2o αι. διασκορπίστηκαν … Dictionary of Greek
Прозелиты — Слово прозелит (еврейск. гейр и гейрим, от гур пребывать, странствовать, приютиться, обитать где либо) означает чужеземца, иностранца, странника, пришельца, поселенца (Быт., XXIII, 4; Исх., II, 22; XXII, 21; Числ., IX, 14; XV, 29 30; XXXV, 15; 1… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона